προδιάγνωσις

προδιάγνωσις
προδιάγνωσις
previous recognition
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προδιάγνωσις — ώσεως, ἡ, Α [προδιαγιγνώσκω] (συν. για ασθένεια) η εκ τών προτέρων ακριβής διάγνωση αυτού που πρόκειται να συμβεί («προδιάγνωσις πρὸ τοῡ κάμνειν», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”